Η Επιστροφή
Μια ιστορία της Μυθολογίας Κθούλου
από τον Γιώργο Ιωαννίδη
Έχω σκεφτεί πολλές φορές να πεθάνω, να στερήσω από τον ίδιο μου τον εαυτό την ζωή. Και λέγοντας αυτό δεν εννοώ να πέσω από κάπου ψηλά ή να αυτοπυροβοληθώ. Όχι, αυτό που θα επέλεγα είναι ο ύπνος. Είναι η ξεκούραση αυτό που δεν έχω και είναι αυτό που ζητώ πιο πολύ τώρα.
Στην αρχή ήταν η αγωνία για την πρωτιά, έπειτα οι θυσίες που μέρα παρά μέρα χρειάζονταν για να κρατηθεί ψηλά το κεφάλι, για μην αφήσεις κανέναν να καταλάβει πως μέσα σου σβήνεις και βυθίζεσαι σε μια περίεργη άβυσσο δίχως συναισθήματα. Μα μάταια γιατί ένα ένα τα πιόνια εγκαταλείπανε την σκακιέρα…
Στην αρχή ήταν οι φίλοι, έπειτα η σχέση, στο τέλος μένεις άδειος και μόνος, μόνος από αγαπημένους αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό σου.
Και κάπου εκεί, μέσα στην αλλόκοτη και παγωμένη μοναξιά το μόνο που θέλεις είναι να κοιμάσαι.
Περνούσα ώρες στο κρεβάτι, κοιμόμουν με την ελπίδα πως μαζί με τα όνειρα θα ερχόταν ο θάνατος. Όμως δεν γινόταν τίποτα και η ζωή συνέχισε πεισματικά να τροφοδοτεί τις ημέρες μου ακόμη και αν όλα γύρω μου γκρεμίζονταν.
Στην αρχή ήταν οι φίλοι, έπειτα η σχέση, στο τέλος μένεις άδειος και μόνος…
Η δουλειά σταματά – σε διώχνουν. Το φως σταματά – στο κόβουν. Και το σπίτι αρχίζει να μυρίζει κλεισούρα. Παίρνεις την απόφαση να πεθάνεις από αδιαφορία προς το σώμα σου, αλλά τίποτα… κάτι μέσα μου με κρατούσε ζωντανό. Τώρα πια νομίζω πως ξέρω… τότε όμως;
Έχω σκεφτεί πολλές φορές πως χάνω το μυαλό μου, στην αρχή ήταν απλά ένα περίεργο αίσθημα όταν μερικές φορές κοιταζόμουν στο καθρέπτη. Έμοιαζε σαν το είδωλο που αντίκριζα να ήταν η εικόνα ενός ξένου. Αργότερα άκουγα ήχους να φτάνουν στα αφτιά από ανύπαρκτες πηγές. Ο γιατρός είπε πως ήταν από το άγχος. Μου έδωσε και μερικά χάπια για να χαλαρώσω ενώ κάποιοι συνάδελφοι μου δίνανε κουράγιο. Λόγια φτιαγμένα από αέρα, δίχως βάρος…
Και έτσι καθόμουν μόνος ξανά στο έρημο σπίτι, στο ξέστρωτο κρεβάτι να κοιτάζω τα χάπια, να τα παίζω στα δάχτυλα και να χάνομαι στα χρώματα τους.
Μια φορά σκέφτηκα να πάρω ολόκληρο το κουτί. Δεν ξέρω γιατί δεν το έκανα. Είναι αυτό το κάτι που με κρατούσε τόσο καιρό ζωντανό ίσως … αυτό που με έφερε εδώ τώρα.
Έχω σκεφτεί πολλές φορές τι θα μπορούσε να με ξεκούραζε για πάντα. Συχνά ήθελα να πεθάνω με τρόπους αθόρυβους σαν το βάδισμα της γάτας. Άλλοτε πάλι έλεγα πως θα αρχίσω από την αρχή. Μα στο τέλος δεν είχα την δύναμη.
Στην αρχή βλέπεις ήταν οι φίλοι, έπειτα η σχέση, στο τέλος άδειος, μόνος και αδύναμος. Έτσι περνούσα ώρες (μέρες ή βδομάδες;) στο κρεβάτι μακριά και από την τελευταία στάλα ελπίδας.
Θυμάμαι ακόμη την δυσκολία να σηκωθώ, να στέκομαι στην άκρη των βρόμικων σεντονιών κοιτώντας το πάτωμα, τα πόδια, το παλιό χαλάκι που μου είχε κάνει δώρο η μάνα μου όταν πέρασα σ’ αυτό το σπίτι.
Ήταν μια μέρα (ή νύχτα;) που κοιμήθηκα πιο πολύ, που ο ύπνος ήταν βαρύς και το σώμα αδύναμο να αντισταθεί. Ήταν τότε που άκουσα για πρώτη φορά τον ήχο.
Πιο πριν νόμιζα πως με ακολουθούσε στην δουλειά, στον δρόμο, μέσα στην πολυκατοικία – ήταν τότε που όλοι έλεγαν πως είχα κουραστεί πολύ.
Τώρα όμως ήταν διαφορετικά – ήταν δίπλα μου, πίσω μου, μέσα μου παντού… ένας γδούπος ρυθμικός σαν τον παλμό μιας καρδιάς. Ήταν μήπως η δική μου η καρδιά;
Δεν ξέρω, δεν μπόρεσα να μάθω… γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ τώρα, αναζητώντας απαντήσεις. Που είμαι τώρα; Μπροστά στον ωκεανό και αγναντεύω! Κάθομαι πάνω στα πιο ακριανά βράχια. Είναι απόγευμα και ο ήλιος έχει χαμηλώσει αρκετά. Έχω λίγο φως ακόμη όμως για να σημειώσω αυτές τις αράδες. Και μετά σκοτάδι… σιωπή.
Έχω σκεφτεί πολλές φορές να πεθάνω. Να σταματήσω τον θόρυβο από τις σκέψεις μου, τις ατελείωτες σφίγγες που τριγυρίζουν ενοχλητικά στις συνάψεις μου. Δεν ήθελα να το κάνω με τρόπο βίαιο. Δεν ήθελα να δω το αίμα μου να ποτίζει τους τοίχους. Ήθελα απλά να ξεκουραστώ, να κοιμηθώ και να σιωπήσω.
Μα όταν ξάπλωνα ο γδούπος ερχόταν πάντα… τις πρώτες φορές βέβαια ήταν αδύναμος. Λίγο καιρό μετά δυνάμωσε και τότε… αχ, τότε…
Στεκόταν εκεί στην άκρη του δωματίου και με περιεργαζόταν με το παράξενο βλέμμα του. Την πρώτη φορά που το είδα ήταν απλά μια σκιά που ελάχιστα μπορούσες να διακρίνεις για το σώμα που την σχημάτιζε. Την επόμενη φορά όμως η φιγούρα ήταν ευδιάκριτη. Το λιγοστό φως από τις χαραμάδες του παραθύρου χτυπούσε πάνω στο σκούρο πράσινο δέρμα του φανερώνοντας τις λεπτομέρειες στο χοντρό του κεφάλι.
Δεν βρίσκω λόγια για να περιγράψω το πλάσμα αυτό, δεν έχω τις λέξεις. Δεν έχω τις γνώσεις ή ίσως είμαι τρελός. Για έναν σώφρον όμως, αυτό που με παρακολουθούσε τις νύχτες θα πρέπει να ήταν κάποιου είδους ακατονόμαστης διασταύρωσης ανθρώπου με βάτραχο!
Θα αναρωτιέσαι ίσως αν τρόμαξα. Η αλήθεια είναι πως ναι, στην αρχή τουλάχιστον γιατί μερικές βραδιές μετά από τις συνεχιζόμενες επισκέψεις του, είχα αρχίσει να το συνηθίζω.
Τι ήταν αυτό το πλάσμα που γλιστρούσε τις νύχτες (ή ήταν μέρες;) στο άδειο μου δωμάτιο; Μήπως μου μίλησε ποτέ; Όχι, ούτε και εγώ το ρώτησα απλά κάθε φορά κοίταζε ο ένας τα μάτια του άλλου. Και αυτό έμενε εκεί, ασάλευτο ανάμεσα στις σκιές της γωνιάς του δωματίου, σαν να περιμένει κάτι, σαν να θέλει να μου πει κάτι.
Μέχρι μια μέρα –μια μέρα πριν έρθω εδώ– ξυπνώντας αντίκρισα το πλάσμα να βρίσκεται δίπλα σχεδόν στο πρόσωπο μου. Η ανάσα του ήταν αυτή του ψαριού, το δέρμα του θύμιζε αυτό της σαύρας, το βλέμμα του όμως… όχι δεν ήταν ανθρώπινο, ούτε καν κτηνώδης αλλά γέννημα μιας εξωγήινης σύνθεσης που δύσκολα μπορεί κανείς ακόμη και αν είναι ποιητής, να περιγράψει σωστά.
Και με το βλέμμα του κατάφερε να με κοιμίσει πάλι. Αλλά προτού το κάνει, μου άφησε πάνω στο σεντόνι, δυο δάχτυλα από το πρόσωπο, ένα γκριζωπό βότσαλο.
Την επομένη, όταν σηκώθηκα και βρήκα το μικρό αυτό δώρο να με περιμένει, ναι το ομολογώ, ένιωσα χαρά. Τινάχτηκα από το κρεβάτι και γελώντας δυνατά έφερα το κοκαλιάρικο μου σώμα στην ντουλάπα για να το ντύσω. Είχα χάσει πολλά κιλά, τα γένια και τα μαλλιά μου είχαν πυκνώσει τόσο πολύ που δύσκολα μπορούσε κάποιος να διακρίνει την αληθινή μου ηλικία. Αλλά παρά την αδυναμία, την έλλειψη του φαγητού και την αφυδατωμένη μου κράση, ήθελα να χορέψω, να γελάσω να ζήσω.
Τώρα πια ήξερα τι έπρεπε να κάνω και έτσι έκανα. Έφτασα εδώ, μπροστά στον ωκεανό, με μόνη παρέα το μικρό σημειωματάριο που γράφω αυτές τις σειρές και το γκρίζο μυστηριώδης βότσαλο που ο φίλος μου από την άβυσσο μου άφησε σαν δώρο.
Σε λίγο θα βρίσκομαι κοντά του. Θα με ταξιδέψει μακριά σε τόπους που κανένας άνθρωπος δεν γνωρίζει πια τον τρόπο για να προφέρει τα ονόματα τους. Εκεί όμως θα βρω επιτέλους την αλήθεια, εκεί πέρα μακριά, στην άβυσσο του ωκεανού της αρχαίας νύχτας.
Λίγες στιγμές μείνανε ακόμη, μα ήδη θαρρώ πως ακούω τον ίδιο πάλι γδούπο. Μόνο που τώρα είναι πιο καθαρός, πιο δυνατός, ένα ατάραχο κάλεσμα για την επιστροφή μου.
Κλείνω τα μάτια και αφήνω το αεράκι να γλύψει την σάρκα μου. Τα κύματα ολόγυρα χτυπάνε τα βράχια. Η αναμονή φτάνει στο τέρμα της. Σφίγγω για μια τελευταία φορά το βότσαλο. Χαϊδεύω με τα δάχτυλα μου το σμιλεμένο σύμβολο που φιλοξενεί… και πηδάω.
3 comments
πάρα πολύ ωραίο!!!
Εμπνευσμένο... δεν θα με παραξένευε καθόλου αν το διάβαζα από κάποιον συμμετέχοντα στον κύκλο των συγγραφέων (συγχρόνων και λίγο μεταγενέστερων του Λάβκραφτ) που έκτισαν μαζί τη μυθολογία Κθούλου (όπως οι A. Derleth, C. Ashton Smith, R. Bloch κ.λπ.).
"Στην αρχή ήταν η αγωνία για την πρωτιά, έπειτα οι θυσίες που μέρα παρά μέρα χρειάζονταν για να κρατηθεί ψηλά το κεφάλι, για μην αφήσεις κανέναν να καταλάβει πως μέσα σου σβήνεις και βυθίζεσαι σε μια περίεργη άβυσσο δίχως συναισθήματα."
Στη λογοτεχνία επιτρέπεται το "μαύρο", το "σκοτεινό" και το παιχνίδι με το "αδιέξοδο" και νομίζω Γιώργο πως λογοτεχνικά "το έχεις". Ελπίζω μόνο η ζωή να σε ανταμοίβει πράγματι καλύτερα, μιας και δίχως το χαμόγελο ότι και να καταφέρεις "ξεθωριάζει" μέσα σου γρήγορα. :)