του Γιώργου Ιωαννίδη
Ήταν κάποτε ένας βασιλιάς που καθόταν ακλόνητος στον μεγάλο λίθινο θρόνο του. Ο θρόνος αυτός είχε χτιστεί ακριβώς στο κέντρο ενός περίλαμπρου παλατιού που όλες οι αυτοκρατορίες της πλάσης ζήλευαν. Μόνο που σήμερα, το παλάτι αυτό δεν υπήρχε πια. Το μνημείο είχε καταρρεύσει πριν από αιώνες, ενώ ακόμη πιο πριν, τον τόπο είχαν εγκαταλείψει όλοι οι άνθρωποι και τα ζωντανά. Κάπως έτσι, η άλλοτε πλούσια πόλη θάφτηκε κάτω από νεκρό χώμα και τα πάντα έγιναν έρημος – όλα εκτός από τον μεγάλο λίθινο θρόνο και τον βασιλιά που καθόταν επάνω του.
Όταν πριν από πολλά φεγγάρια ο τόπος υποδέχτηκε τον βασιλιά του, οι γιορτές κράτησαν μερόνυχτα και όλοι ήταν ευτυχισμένοι. Μετά το γλέντι όμως, τα πάντα πάγωσαν και μια πρωτόγνωρη θλίψη απλώθηκε παντού. Ήταν τότε που ο βασιλιάς σώπασε και έκατσε στον μεγάλο του θρόνο για να μην σηκωθεί ποτέ ξανά.
Οι μέρες έγινες βδομάδες, οι βδομάδες μήνες, οι μήνες χρόνια, τα χρόνια αιώνιες και ο χρόνος περνούσε αλλάζοντας τα πάντα, τα πάντα εκτός από τον μεγάλο λίθινο θρόνο και τον βασιλιά που καθόταν επάνω του.
Και εκείνος έμενε εκεί, σιωπηλός και ατάραχος, τυλιγμένος μ’ έναν βαρύ γκρίζο μανδύα που κάλυπτε και χιτώνες που είχαν χάσει το βασιλικό τους χρώμα – καθισμένος πάντα στον μεγάλο λίθινο θρόνο του. Μέχρι που…
Μέχρι που μια μέρα ένας ξένος που βάδιζε τους λόφους της ερήμου με ευκολία, έφτασε στον ξεχασμένο αυτό τόπο. Από μακριά φαινόταν σαν μια κουκίδα σκοτεινή, όπως μαύρο ήταν και το χρώμα της επιδερμίδας του. Όταν όμως πλησίασε, φάνηκε καθαρά το ψηλόλιγνο σώμα του και το πονηρό του βλέμμα.
«Έ γέρο» φώναξε ο ξένος με περίεργη προφορά «πόσο ακόμη θα κάθεσαι εδώ σ’ αυτή την γη των νεκρών;»
«Φύγε» ψέλλισε αδύναμα ο βασιλιάς.
«Τι πράγμα; Έχεις ακόμη ανάσα στα πνευμόνια σου και μου απαντάς;» είπε κοροϊδευτικά ο μαύρος ταξιδιώτης και πλησίασε ακόμη μερικά βήματα στον θρόνο.
«Φύγε από εδώ» είπε ξανά ο βασιλιάς, βάζοντας αυτή την φορά λίγο περισσότερη δύναμη στην κουρασμένη φωνή του.
«Άκου προσεχτικά ξεπεσμένε άρχοντα. Κανείς ποτέ δεν τόλμησε να μου δώσει εντολή για το τι εγώ θα πρέπει να πράξω. Γιατί λοιπόν να είσαι εσύ ο πρώτος;»
«Φύγε από το παλάτι μου…» είπε ο βασιλιάς και το σώμα του άρχισε να τρέμει από την προσπάθεια να βρει το κουράγιο και να πει ακόμη πιο δυνατά αυτά τα λόγια.
«Ποιο παλάτι ανόητε και φτωχέ; Τίποτα δεν βρίσκεται στην θέση του από όσα εσύ θυμάσαι. Όλα παραδόθηκαν στην διάθεση του χρόνου, όλα έσβησαν από την μνήμη αυτής της γης, όλα εκτός από εσένα και τον θρόνο σου».
Τότε ο βασιλιάς σήκωσε το σκυμμένο του κεφάλι και με το ρυτιδιασμένο του χέρι απομάκρυνε τα μακριά του μαλλιά για να μπορέσει να δει καλύτερα τον βλάσφημο ξένο. Αλλά καθώς είχαν περάσει τα χρόνια, τα μάτια του καθρέπτιζαν θολά ολόκληρο τον εξωτερικό κόσμο. Και με μια ανάσα βαθιά, έσκυψε πάλι μουρμουρίζοντας μερικές κουβέντες.
«Βρήκες… βρήκες και έφερες πίσω… το στέμμα μου;»
«Κανένα στέμμα δεν κουβαλώ – ποιος θεός χρειάζεται στέμμα;»
«Δεν είσαι θεός!» ψιθύρισε ο βασιλιάς και ο ξένος γέλασε με τρανταχτή φωνή, τόσο δυνατή που ακούστηκε σ’ όλη την απέραντη έρημο.
«Είμαι περισσότερο από αυτό που μπορείς να καταλάβεις» είπε ο ξένος πλησιάζοντας τα χείλη του στο αυτί του βασιλιά «είμαι αυτός που φέρνω τα μηνύματα από εκείνους που κατοικούν έξω από τις Γωνίες του κόσμου».
Τα λόγια του ξένου τρομάξουν τον γέρο βασιλιά που τώρα έτρεμε σύγκορμος πάνω στον θρόνο. Δίπλα του στεκόταν ο οδηγός των προγόνων του. Αυτός που ο λαός του δόξαζε και έτρεμε μαζί, ο αρχαίος Νυαρλαθοτέπ.
«Συγχώρεσε με…» κατάφερε να πει
«Ανόητε και φτωχέ» απάντησε εκείνος.
«Λύτρωσε με Κύριε!»
«Δεν είμαι εγώ αυτός που μπορεί να το καταφέρει τούτο».
«Αν όχι εσύ τότε ποιος θα φέρει πίσω το στέμμα στον βασιλιά που το έχασε;»
«Ανόητε και φτωχέ! Γι’ αυτό λοιπόν κάθισες για πάντα σ’ αυτόν τον θρόνο; Επειδή έχασες το στέμμα της βασιλείας σου;»
«Έστειλα άνδρες να ψάξουν από άκρη σ’ άκρη το παλάτι. Έστειλα αγγελιοφόρους να διαλαλήσουν πως όποιος βρει και φέρει πίσω το άγιο στέμμα θα κάτσει δίπλα μου στο θρόνο. Μα τίποτα! Ο καιρός περνούσε και κανείς δεν έβρισκε το στέμμα. Έτσι και εγώ αποφάσισα να κάτσω εδώ και να περιμένω πότε το στέμμα θα φτάσει πίσω σ’ εμένα. Διότι ο κόσμος δεν είναι μεγάλος, και ό,τι χάσεις σ’ αυτόν, πάλι μια μέρα πίσω σε εσένα θα γυρίσει. Έτσι δεν είναι Κύριε;»
Ο Νυαρλαθοτέπ τότε χτύπησε απαλά τον βασιλιά στον ώμο και σκύβοντας ξανά προς το μέρος του, του είπε «Αν λαχταράς το στέμμα σου και την αλήθεια όλη, σήκω και έλα μαζί μου!»
«Φτάσε εκεί ψηλά» είπε ο μαύρος Νυαρλαθοτέπ. «Ανέβα την σπείρα, πέρασε από τις εφτά πύλες και θα βρεις την αλήθεια που αναζητάς».
Και αφού είπε αυτά χάθηκε.
Τότε ο βασιλιάς, συγκεντρώνοντας τις τελευταίες δυνάμεις που του απέμεναν, άρχισε να σκαρφαλώνει τα μεγάλα σκαλοπάτια μέχρι που έφτασε στην πρώτη πύλη. Εκεί, σμιλεμένη πάνω στην πέτρινη αψίδα είδε σε αρχαία γραφή μια εντολή που έλεγε περίπου τα εξής: «Δώσε για να Λάβεις. Χτύπα και θα σου Ανοιχτεί. Πέθανε για να Ζήσεις».
Και έτσι ο βασιλιάς έβγαλε τον μακρύ και πλούσιο μανδύα του και το άφησε στο κατώφλι της αρχαίας πύλης. Έπειτα άρχισε να χτυπά, μέχρι που τα δυο ξύλινα φύλα άνοιξαν και ένα αλλόκοσμο φως τον έλουσε καίγοντας λίγο από την σάρκα στο πρόσωπο του. Ήταν αυτό που οι παλαιοί ονόμαζαν Βάπτισμα των Άστρων.
Δίχως να χάσει το κουράγιο του, ο βασιλιάς συνέχυσε στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν μακριά και ψηλά από το έδαφος. Και φτάνοντας σε κάθε νέα πύλη οι προσφορές που έκανε ήταν ακόμη μεγαλύτερες. Γιατί οι παλαιοί λέγανε πως ο πόνος μας αφυπνίζει από τις ψευδαισθήσεις – ήταν αυτό που όριζαν ως Χρυσό Μυστικό.
Όταν τελικά πέρασε και την έβδομη πύλη, έμεινε εντελώς γυμνός από ρούχα ενώ το σώμα του ήταν αγνώριστο από τις γλώσσες του πυρός που κάθε τόσο έγλυφαν το κορμί του. Και τότε, μόνος, ταλαιπωρημένος και πιο ψηλά από κάθε τι άλλο που μπορεί να σκαρφαλώσει στον ουρανό, έψαξε γύρω του για το στέμμα. Όμως δεν υπήρχε τίποτα παρά μονάχα φως, και απελπισμένος, έκανε ένα βήμα μπροστά πιστεύοντας πως όλα ήταν μάταιο και πως ο μαύρος θεός τον είχε κοροϊδέψει.
Σήκωσε λοιπόν το πόδι του και πάτησε στο ατελείωτο φως που απλωνόταν μπροστά του. Έκλεισε τα μάτια του, και περίμενε το τέλος στο μαρτύριο της ζωής του…
Αλλά το τέλος δεν ήρθε ποτέ, γιατί το φως χάθηκε και σκοτάδι σαν αυτό που δεν είδε ποτέ ανθρώπινο μάτι γέμισε τον κόσμο όλο. Μουσική ακούστηκε να φτάνει από μακριά, ήχοι μιας περίεργης φλογέρας και ο βασιλιάς ένιωσε να περιστρέφεται σ’ ένα χορό πιο αρχαίο και από τον χρόνο.
Όλα γύρω του ήταν σκοτεινά, μα ακόμη πιο σκοτεινό ήταν αυτό που στο κέντρο του χορού έδενε τα πάντα σε μια ενότητα.
Πάνω στον άνεμο της πνοής του χάους άρχισε να χορεύει ο βασιλιάς και γελώντας σαν τρελός πηδούσε ανάμεσα στις γωνίες του απόλυτου κενού. Η μέθη αυτής της έκστασης τον έκανε ξανά παιδί και λίγο πριν επιστρέψει στην αρχή του, ένιωσε πως είδε σε μια στιγμή της στιγμής το πρόσωπο του Τυφλού θεού που την Μαύρη Φλόγα της Θέλησης του κρύβουν όλοι οι άνθρωποι στις σπηλιές της ψυχής τους.
Και τότε τρόμαξε από το θέαμα γιατί ο νους δεν μπορούσε να κατανοήσει τα μυστήρια αυτά.
Και τότε ξύπνησε σαν από εφιάλτη πίσω και πάνω στον θρόνο που για αιώνες καθότανε. Μόνο που…
Μόνο που το παλάτι στεκόταν τώρα λαμπρό στην θέση του. Οι αυλικοί βάδιζαν με χαρά τρώγοντας και πίνοντας. Ο λαός δόξαζε το όνομα του βασιλιά και οι μυρωδιές από τα φρεσκοανθισμένα λουλούδια των δέντρων γέμιζαν τον τόπο όλο.
Ο βασιλιάς καθόταν στον αρχαίο λίθινο θρόνο των προγόνων του, και στο κεφάλι φορούσε το στέμμα που ποτέ δεν είχε χάσει.
Σημείωση: Όσοι ενδιαφέρονται, μπορούν να διαβάσουν και δυο ακόμη ιστορίες μου από την Μυθολογία Κθούλου, εδώ και εδώ.